- ἀκωδώνιστος
- ἀκωδώνιστος, ον,A not tested, Ar.Lys.485.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακωδώνιστος — ἀκωδώνιστος, ον (Α) [κωδωνίζω] αυτός που δεν ερευνήθηκε λεπτομερώς, ο ανεξέταστος … Dictionary of Greek
ἀκωδώνιστον — ἀκωδώνιστος not tested masc/fem acc sg ἀκωδώνιστος not tested neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)